- πτηνοσκοπείο
- το, Ν(βιολ. -ζωολ.) πρόσφορη θέση ή σταθμός για την επισκόπηση τής κίνησης τών αποδημητικών πτηνών και την τοποθέτηση δακτυλίων για εξακρίβωση τής πορείας τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -σκοπείο (< -σκόπος), πρβλ. αστερο-σκοπείο].
Dictionary of Greek. 2013.